στιβήεις

στιβήεις
στιβ-ήεις, εσσα, εν,
A frosty, rimy,

ἀγχοῦρος Call.Hec.1.4.10

, cf. Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στιβήεις — frosty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιβήεις — εσσα, ῆεν, Α αυτός που έχει πολλή πάχνη, παγετώδης («στιβήεις ἀγχοῡρος», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβη (Ι) «πάχνη» + επίθημα ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τεχν ήεις] …   Dictionary of Greek

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”